- плёс
- -а α.1. τμήμα ποταμού από μια καμπή στην επόμενη. || τμήμα ποταμού ίδιο με τα προηγούμενα (για ποταμοπλοία).2. πλατύ μέρος ποταμού μεταξύ δυο πόρων ή νησίδων.3. (διαλκ.) το μέρος του ψαριού μεταξύ μέσης και ουράς.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.